Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υφιστάμενος
- απόδοση: που υπάρχει που ανήκει σε κατώτερη βαθμίδα της υπαλληλικής ιεραρχίας
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί να ανεχθεί την υφιστάμενη ταλαιπωρία
αδύνατον να ανθέξει το υφιστάμενο βάρος των υποχρεώσεων
φέρεται απαράδεκτα στον ταλαίπωρο υφιστάμενό του