Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποχρέωση
- απόδοση: που επιβάλλει νόμος συνθήκη ή συμφωνία / η απορρέουσα από κοινωνικές ή επαγγελματικές σχέσεις / προς άτομο ή ομάδα ατόμων με χαρακτήρα ηθικού χρέους / αίσθηση οφειλόμενης ανταπόδοσης σε άτομο που προσέφερε εκδούλευση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέλαβε τις υποχρεώσεις φίλου έναντι τρίτων εν τη μεγαλοψυχία του
οι απορρέουσες υποχρεώσεις αποτελούν πρόσθετο βάρος επί του οικογενειακού προϋπολογισμού
υποχρέωση όλων μας να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού