Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φορτισμένος
- απόδοση: που διακατέχεται από εσωτερική ένταση διέγερση ερεθισμό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα επιβαρύνεται με τις πράξεις του
οι μνήμες του ήταν φορτισμένες συναισθηματικά