Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θιγόμενος
- απόδοση: αυτός που από δεχόμενες ενέργειες του προκαλείται βλάβη ή ζημία οικονομική ή ηθική ενδεχομένως δε & ψυχικός πόνος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαμαρτυρήθηκε στον ΟΗΕ ως θιγόμενη χώρα
είναι & ο πλέον λ από την απόφαση αυτή
θεωρεί εαυτόν άκρως θιγόμενο από το γεγονός