Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επαπειλούμενος
- απόδοση: που απειλείται από κάτι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η επαπειλούμενη εγκυμοσύνη προκάλεσε σοβαρότατη ανησυχία στο οικείο περιβάλλον