Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εντύπωση
- απόδοση: σκέψη ή συναίσθημα που προκαλείται από εξωτερικό ερέθισμα μέσω των αισθήσεων χωρίς μεσολάβηση της κρίσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απεκόμισε την χειρίστη των εντυπώσεων για το άτομό του
έχει την ικανότητα να κερδίζει τις εντυπώσεις των ακροατών του με εκπληκτική ευχέρεια
η συμπεριφορά προς τους παρευρισκόμενους προξένησε αλγεινή λ
κέρδισε τη μάχη των εντυπώσεων με άνεση