Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εδραίωση
- απόδοση: το να καθιστώ κάτι σταθερό & μόνιμο
- συγγενές: σταθεροποίηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η προπαγάνδα αποτελεί μέσο εδραίωσης των καθεστώτων
τα λαμβανόμενα μέτρα αποσκοπούν στην λ του πολιτεύματος