Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάθεση
- απόδοση: ψυχική ή συναισθηματική κατάσταση με περιορισμένη χρονική διάρκεια / χρησιμοποίηση παραχώρηση κατοχή ή πώληση / είμαι διαθέσιμος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίσκεται στα κέφια του με παιχνιδιάρικη λ
προσέγγισε τον αντίδικο με επιθετική λ άνευ λόγου
την κλωθογυρίζει με έντονη ερωτική λ προς το άτομό της
τις τελευταίες ημέρες παρουσιάζει κακή λ
τον αντιμετώπισε με φιλική λ