Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δέσμευση
- απόδοση: ανάληψη ηθικής ή νομικής υποχρέωσης / απαγόρευση χρήσης περιουσιακών στοιχείων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βέβαιον αγαπητοί ό,τι αναμένονται σοβαρότατες εξελίξεις όταν αρθούν οι δεσμεύσεις της παρούσης χρονικής συγκυρίας