Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανεξόφλητος
- απόδοση: που δεν εξοφλήθηκε ή ανταποδόθηκε
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέλαβε να ρυθμίσει τις ανεξόφλητες υποχρεώσεις τρίτων
βαρύνεται με ανεξόφλητο χρέος
διεκόπη το τηλέφωνο λόγω ανεξόφλητου λογαριασμού