Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κυλικείο
- απόδοση: χώρος σε κέντρο διασκεδάσεως ή σε μεταφορικό μέσο όπως πλοίο ή σιδηρόδρομος όπου διατίθενται ποτά & φαγώσιμα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’