Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ασφαλής
- απόδοση: που μας παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια & εγγυάται αυτή / που βρίσκεται σε μέρος ασφαλές / που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα / που οπωσδήποτε θα συμβεί με ευνοϊκό αποτέλεσμα
- αντίθετο: ανασφαλής
- συγγενές: επισφαλής
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένεται ασφαλής νίκη επί του αντιπάλου
απέφυγε τα επακόλουθα της χιονόπτωσης ευρισκόμενος σε ασφαλές καταφύγιο
η αγορά ακινήτων αποτελεί ασφαλή επένδυση
το έργο τέχνης βρίσκεται σε ασφαλή χέρια
υπήρξε ασφαλέστερος τρόπος μεταφοράς χρημάτων