Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τιμάριο
- απόδοση: εκτεταμένη αγροτική επιφάνεια που παραχωρείτο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε στρατιωτικό ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’