Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αμάρα
- απόδοση: οχετός δια του οποίου διοχετεύονται οι ακαθαρσίες των πόλεων / αυλάκι μεταφοράς υδάτων δια άρδευση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’