Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αθλιότητα
- απόδοση: η πολύ κακή κατάσταση / ανήθικη πράξη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι εν δυνάμει αθλιότητες συμβάλλουν στη δημιουργία επιπέδου ζωής χαμηλής στάθμης