Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδιοχέτευτος
- απόδοση: που δεν βρίσκει διέξοδο / που δεν κατευθύνεται σε συγκεκριμένο στόχο σκοπό ή στο επιθυμητό συναίσθημα & συσσωρεύεται
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσέγγισε το γήρας με αδιοχέτευτη την αγάπη της προς το άτομό του
τον διακατέχει αδιοχέτευτο ερωτικό πάθος γι΄ αυτήν