Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδιέξοδο
- απόδοση: που καταλήγει κάπου αλλά χωρίς δυνατότητα διεξόδου από εκεί
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως αποτέλεσμα των επιλογών του βρέθηκε σε πνευματικό > συναισθηματικό > ψυχικό λ