Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδιάφορος
- απόδοση: που δεν δείχνει ενδιαφέρον φροντίδα ούτε καν περιέργεια
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επέλεξε αδιάφορη στάση επί των οικογενειακών θεμάτων
λ προς συζήτηση του θέματος έχων διάθεση για "κάτι ελαφρό"
λ σύζυγος > πατέρας