Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αβίωτος
- απόδοση: αφόρητος / ανυπόφορος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Αθήνα μεταβλήθηκε σε αβίωτη πόλη κυριολεκτικώς
του έκανε το βίο αβίωτο