Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καστράτος
- απόδοση: υψίφωνος ο οποίος ευνουχίσθηκε κατά την παιδική του ηλικία προκειμένου να διατηρηθεί η ψιλή του φωνή / ο ευνούχος
- συγγενές: castrato / castratus
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’