Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταληπτός
- απόδοση: που με άνεση & ευκολία κατανοείται / με καθαρότητα λόγου
- αντίθετο: ακατάληπτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’