Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ουδετερότητα
- απόδοση: επίσημη δήλωση κρατικής οντότητας για μη συμμετοχή σε πόλεμο μεταξύ άλλων κρατών / το μη ενταγμένο κράτος σε στρατιωτικό συνασπισμό / προκειμένου για άτομο που δεν είναι συγκεκριμένο & συνεπώς δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’