Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συγγενής
- απόδοση: που εμφανίζει βιολογική ή θεσμική συγγένεια / ο με κοινή προέλευση ή με κοινά τα χαρακτηριστικά
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι εύκολα αντιληπτό εμφανίζει συγγενή εικόνα
η περίπτωσή του παρουσιάζει συγγενή κατάσταση
παρουσίασε συγγενή πάθηση