Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προγονός
- απόδοση: το παιδί συζύγου από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον νέο ή την νέα σύζυγο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διατηρεί σχέση αγάπης με την προγονή του
τρέφει ιδιαίτερη αγάπη στον προγονό του