Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρόγονος
- απόδοση: που έζησε στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν & αποτελεί προπάτορα κάποιου
- αντίθετο: απόγονος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο εν λόγω συγγραφέας υπήρξε πρόγονος εκ της μητρός