Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναδρομικός
- απόδοση: που συμβαίνει στο παρόν αναφερόμενος σε προηγούμενη χρονική περίοδο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρακολουθήσαμε μία εξαιρετική αναδρομική έκθεση του εν λόγω ζωγράφου