Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προνομιούχος
- απόδοση: που εξασφάλισε ευνοϊκή θέση ή μεταχείριση δια μέσου προνομίου ή προνομίων
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’