Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προνόμιο
- απόδοση: ειδικό δικαίωμα που αφορά άτομο ή ομάδα ατόμων κατ΄ εξαίρεση & κατ΄ αποκλειστικότητα / το πλεονέκτημα που έχει άτομο ή ομάδα ατόμων έναντι του λοιπού κοινωνικού συνόλου
- συγγενές: προνομία
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’