Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φυγόδικος
- απόδοση: που αποφεύγει σκοπίμως να εμφανισθεί σε δικαστήριο προκειμένου να δικασθεί υπόθεσή του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’