Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικογένεια
- απόδοση: σύνολο ατόμων συνδεόμενα με στενότατο συγγενικό δεσμό τα οποία κατοικούν συνήθως στον ίδιο χώρο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατάγεται από οικογένεια εμπόρων της Ρουμανίας
οικογένεια μικροαστική > μεσοαστική > μεγαλοαστική
προέρχεται από οικογένεια πλοιοκτητών > εμπόρων > διανοουμένων
υπήρξε κατά το παρελθόν οικογένεια εύπορη