Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αχθοφόρος
- απόδοση: ο μεταφέρων φορτία έναντι αμοιβής / ο φορτοεκφορτωτής
- συγγενές: βαστάζος / χαμάλης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’