Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κηδεστής
- απόδοση: συγγενής από γάμο από συμπεθεριό
- συγγενές: αγχιστής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για κηδεστή από το γάμο της αδελφής του