Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανάδελφος
- απόδοση: που δεν έχει αδέλφια
- συγγενές: μονογενής
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για ανάδελφο τέκνο που στερήθηκε τη συντροφιά