Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδελφός
- απόδοση: που γεννήθηκε από κοινό ή κοινούς γονείς / που τον συνδέει κοινή φυλετική καταγωγή ή πνευματικός δεσμός
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ
αναφέρθηκε στο αδελφό κόμμα της Γερμανίας
αντιμετωπίζεται ως αδελφή ψυχή
η Κύπρος αποτελεί αδελφό κράτος
κατ’ ουσίαν πρόκειται για αδελφή > θυγατρική εταιρεία
φέρεται ως αδελφή του ελέους