Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ύπανδρος
- απόδοση: πανδρεμένος
- αντίθετο: ανύπανδρος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από καιρό ανέπτυξε εξωσυζυγική σχέση με ύπανδρο κυρία