Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τηλεδαπός
- απόδοση: που έρχεται από μακρινό τόπο / ο καταγόμενος από μακρινή χώρα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρίθει ο τόπος από την ακατάσχετη πλημμυρίδα των τηλεδαπών