Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερωτοτροπία
- απόδοση: εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος / φλερτ / ερωτική διάχυση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αρνείται την λ της παρά την διακριτικότητα που την εκφράζει