Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερωτογόνος
- απόδοση: περιοχές του σώματος που ερεθιζόμενες προκαλείται σεξουαλική διέγερση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αρέσκεται σε θωπείες σε ερωτογόνες ζώνες αποσκοπώντας στο επιθυμητό