Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερωτικός
- απόδοση: που έχει σχέση με το συναίσθημα του έρωτα / που περικλείει αίσθημα έντονης αγάπης σε κάτι το επιθυμητό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντάλλαξαν ερωτική αλληλογραφία ο έρως όμως παρέμεινε Πλατωνικός
απολαμβάνει τον εκφραζόμενο εκ μέρους του ερωτικό λόγο
διαμορφώνει επιμελώς την εικόνα εντόνου ερωτικής γυναίκας
έζησε ανεπανάληπτες ερωτικές εμπειρίες
εκπληκτική ερωτική εμπειρία φθάνοντας την υπερχειλίζουσα έκσταση
επιδίδεται μετ΄ αυτής σε ερωτικές διαχύσεις δημόσια
προσέγγισε με αποπνέουσα ερωτική διάθεση έντονα εκφρασμένη
το ζευγάρι διατηρεί στην Ύδρα κρύφια ερωτική φωλιά
χρησιμοποιεί άρωμα που αποπνέει ερωτική αίσθηση