Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έρως > έρωτας
- απόδοση: συναίσθημα συνοδευόμενο από σεξουαλικό ενδιαφέρον / σεξουαλική πράξη / συνουσία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δημιούργησε στο παρελθόν πλήθος από εφήμερους έρωτες
η παρουσία της αποπνέει έρωτα
παρασύρθηκε σε εξωσυζυγικό έρωτα
προέκυψε γάμος από έρωτα > σφοδρό έρωτα
της συνέβη κεραυνοβόλος λ
τους συνδέει από ετών πλατωνικός λ