Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εραστής
- απόδοση: άνδρας που διατηρεί μη νομιμοποιημένη σχέση με γυναίκα / ο σφόδρα παθιασμένος με συγκεκριμένη γυναίκα / που αισθάνεται αγάπη για κάτι
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμετάπειστος λ του παραδοσιακού > του ωραίου
διετέλεσε λ της εν λόγω κυρίας & δη ένθερμος
συνειδητός λ της τέχνης με λεπτή την αίσθηση του κάλλους