Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ειδύλλιο
- απόδοση: τρυφερή ερωτική σχέση / βραχύχρονη σχέση φιλίας ή συνεργασία μεταξύ αντιπάλων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά την διάρκεια πρωινού περιπάτου στην κατάφυτη όχθη του διερχόμενου ποταμού αναπτύχθηκε το λ
το λ δείχνει να καταλήγει σε γάμο στο ορατό μέλλον
το μεταξύ των δύο πολιτικών αντιπάλων λ δεν διήρκησε πολύ