Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξοστρακισμός
- απόδοση: ποινή εξορίας κατά την αρχαιότητα η επιβαλλόμενη με λαϊκή ψηφοφορία / η εξουδετέρωση αντιπάλου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι Αθηναίοι επέβαλλαν εξοστρακισμό στον Αριστείδη