Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απόφθεγμα
- απόδοση: λόγος με καθολικό κύρος επιγραμματικά διατυπωμένος / γνωμικό αποδιδόμενο σε αξιόλογη προσωπικότητα ή εξέχοντα συγγραφέα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’