Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκκαθάριση
- απόδοση: η ομαδική αποπομπή ανεπιθύμητων στοιχείων από σύνολο ή οργανισμό / ο υπολογισμός του τελικού ενεργητικού ή παθητικού εταιρεία η οποία έπαυσε να λειτουργεί προκειμένου να ακολουθήσει διακανονισμός οικονομικών υποχρεώσεων & πιθανή διανομή κερδών / υπολογισμός του υπολοίπου ενός λογαριασμού πιστωτικού ή χρεωστικού
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’