Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαιτησία - 1
- απόδοση: η επίλυση διαφορών μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ή κρατικών οντοτήτων δια μέσου τρίτων ήτοι διαιτητών τους οποίους επιλέγουν τα ενδιαφερόμενα μέρη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’