Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αδηφάγος
- απόδοση: ο καταναλωτής μεγάλων ποσοτήτων τροφής / ο βουλιμικός / αναφερόμενοι σε άπληστο άτομο που συσσωρεύει διαρκώς αγαθά
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’