Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σημαιοφόρος
- απόδοση: αυτός που φέρει την σημαία κατά την διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων εθνικού χαρακτήρα ή παρελάσεων / ο πρωτοπόρος σε κάποια πολιτική ή κοινωνική κίνηση / βαθμός του Πολεμικού Ναυτικού αντίστοιχος του ανθυπολοχαγού στον Στρατό Ξηράς
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’