Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δειλός
- απόδοση: ο άτολμος / που απουσιάζει το θάρρος από τις ενέργειές του / συνεσταλμένος / διστακτικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’