Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρακτικό
- απόδοση: γραπτή έκθεση υπό μορφή πορίσματος αναφερόμενη σε ενέργεια γεγονός ή διαδικασία / επίσημο κείμενο καταγραφής των όσων λέγονται σε συνεδριάσεις ή επίσημες συναντήσεις
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρότεινε να ανατρέξουμε στα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων